πολυκινήτου

πολυκινήτου
πολυκῑνήτου , πολυκίνητος
full of movement
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολυκινησία — και ιων. τ. πολυκινησίη, ἡ, Α [πολυκίνητος] 1. η ιδιότητα τού πολυκινήτου, το να κινείται κανείς πολύ 2. η πολλαπλή κίνηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”